τενόνειος

τενόνειος
-α, -ο, Ν
φρ. «τενόνεια κάψα»
ανατ. ινώδης μεμβράνη που καλύπτει όλο τον σκληρό χιτώνα τού οφθαλμικού βολβού, από τον οποίο χωρίζεται με σχισμοειδή χώρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tenon's (capsule) από το όν. του Γάλλου ανατόμου Jacques-Rene Tenon].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Τενόν, Zακ Ρενέ — (Tenon, 1724 – 1816). Γάλλος ανατόμος, χειρουργός και οφθαλμίατρος. Υπηρέτησε ως στρατιωτικός γιατρός και αργότερα διετέλεσε χειρούργος της Σαλπετριέρης, καθηγητής του κολεγίου της χειρουργικής και βουλευτής. Μέλος της Ακαδημίας των Επιστημών.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”