- τενόνειος
- -α, -ο, Νφρ. «τενόνεια κάψα»ανατ. ινώδης μεμβράνη που καλύπτει όλο τον σκληρό χιτώνα τού οφθαλμικού βολβού, από τον οποίο χωρίζεται με σχισμοειδή χώρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tenon's (capsule) από το όν. του Γάλλου ανατόμου Jacques-Rene Tenon].
Dictionary of Greek. 2013.